ἶκανοδότης

ἶκανοδότης
ἶκανο-δότης, , der Genugtuende

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ικανοδότης — ἱκανοδότης, ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, ιδος (ΑΜ) αυτός που παρέχει ασφάλεια, εγγύηση, ο εγγυητής αρχ. αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + δοτης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. εργο δότης, τροφο δότης] …   Dictionary of Greek

  • ἱκανοδότας — ἱκανοδότᾱς , ἱκανοδότης one who gives security masc acc pl ἱκανοδότᾱς , ἱκανοδότης one who gives security masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ικανοδοτώ — ἱκανοδοτῶ, έω (Α) [ικανοδότης] παρέχω εγγύηση …   Dictionary of Greek

  • ικανός — ή, ό (ΑΜ ικανός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την επιδεξιότητα να κάνει κάτι, επιδέξιος 2. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει κάτι 3. (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) επαρκής, πολύς, ικανοποιητικός («έκτοτε διέρρευσε ικανός χρόνος») 4. (με κακή σημ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”